αοίδιμος

αοίδιμος
-η, -ο (AM ἀοίδιμος, -ον) [αοιδή]
άξιος να τραγουδιέται, αξέχαστος, αείμνηστος
αρχ.
1. θαυμάσιος, περίφημος, ονομαστός για κάτι
2. διαβόητος, κακόφημος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀοίδιμος — sung of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αοίδιμος — η, ο αείμνηστος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀοιδιμωτάτων — ἀοίδιμος sung of fem gen superl pl ἀοίδιμος sung of masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀοιδιμώτατον — ἀοίδιμος sung of masc acc superl sg ἀοίδιμος sung of neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀοίδιμον — ἀοίδιμος sung of masc/fem acc sg ἀοίδιμος sung of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀοιδιμωτάτοις — ἀοίδιμος sung of masc/neut dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀοιδιμώτατος — ἀοίδιμος sung of masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀοιδίμοις — ἀοίδιμος sung of masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀοιδίμου — ἀοίδιμος sung of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀοιδίμους — ἀοίδιμος sung of masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”